Translation meaning & definition of the word "fume" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "καπνός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fume
[Καπνός]/fjum/
noun
1. A cloud of fine particles suspended in a gas
- synonym:
- smoke ,
- fume
1. Ένα σύννεφο λεπτών σωματιδίων που αιωρούνται σε ένα αέριο
- συνώνυμο:
- καπνός ,
- αναθυμιάσεισ
verb
1. Be mad, angry, or furious
- synonym:
- fume
1. Να είσαι τρελός, θυμωμένος ή έξαλλος
- συνώνυμο:
- αναθυμιάσεισ
2. Emit a cloud of fine particles
- "The chimney was fuming"
- synonym:
- fume ,
- smoke
2. Εκπέμψτε ένα σύννεφο λεπτών σωματιδίων
- "Η καμινάδα ήταν αναθυμιασμένη"
- συνώνυμο:
- αναθυμιάσεισ ,
- καπνός
3. Treat with fumes, expose to fumes, especially with the aim of disinfecting or eradicating pests
- synonym:
- fumigate ,
- fume
3. Αντιμετωπίστε με αναθυμιάσεις, εκθέστε σε αναθυμιάσεις, ειδικά με στόχο την απολύμανση ή την εξάλειψη των παρασίτων
- συνώνυμο:
- υποκαπνίζω ,
- αναθυμιάσεισ
4. Be wet with sweat or blood, as of one's face
- synonym:
- reek ,
- fume
4. Να είσαι βρεγμένος από ιδρώτα ή αίμα, σαν το πρόσωπό σου
- συνώνυμο:
- βρωμάει ,
- αναθυμιάσεισ