Translation meaning & definition of the word "fulminate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "πληρωμή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fulminate
[Φουλμινικό]/fʊlmənet/
noun
1. A salt or ester of fulminic acid
- synonym:
- fulminate
1. Άλας ή εστέρας του φουλμινικού οξέος
- συνώνυμο:
- φουλμινικό
verb
1. Criticize severely
- "He fulminated against the republicans' plan to cut medicare"
- "She railed against the bad social policies"
- synonym:
- fulminate ,
- rail
1. Κριτικάρει
- "Κυριαρχούσε ενάντια στο σχέδιο των ρεπουμπλικάνων να κόψουν τα φάρμακα"
- "Καταφέρνει να αντιμετωπίσει τις κακές κοινωνικές πολιτικές"
- συνώνυμο:
- φουλμινικό ,
- σιδηρόδρομος
2. Come on suddenly and intensely
- "The disease fulminated"
- synonym:
- fulminate
2. Έλα ξαφνικά και έντονα
- "Η ασθένεια κυματίζεται"
- συνώνυμο:
- φουλμινικό
3. Cause to explode violently and with loud noise
- synonym:
- fulminate
3. Αιτία να εκραγεί βίαια και με δυνατό θόρυβο
- συνώνυμο:
- φουλμινικό