Translation meaning & definition of the word "fullness" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πληρότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fullness
[Πληρότητα]/fʊlnəs/
noun
1. Completeness over a broad scope
- synonym:
- comprehensiveness ,
- fullness
1. Πληρότητα σε ένα ευρύ πεδίο εφαρμογής
- συνώνυμο:
- πληρότητα
2. The property of a sensation that is rich and pleasing
- "The music had a fullness that echoed through the hall"
- "The cheap wine had no body, no mellowness"
- "He was well aware of the richness of his own appearance"
- synonym:
- fullness ,
- mellowness ,
- richness
2. Η ιδιότητα μιας αίσθησης που είναι πλούσια και ευχάριστη
- "Η μουσική είχε μια πληρότητα που αντηχούσε μέσα από την αίθουσα"
- "Το φθηνό κρασί δεν είχε σώμα, ούτε απολαυστικότητα"
- "Γνώριζε καλά τον πλούτο της δικής του εμφάνισης"
- συνώνυμο:
- πληρότητα ,
- ανοησία ,
- πλούτος
3. The condition of being filled to capacity
- synonym:
- fullness
3. Η κατάσταση της πλήρωσης της χωρητικότητας
- συνώνυμο:
- πληρότητα
4. Greatness of volume
- synonym:
- fullness ,
- voluminosity ,
- voluminousness
4. Μεγαλείο όγκου
- συνώνυμο:
- πληρότητα ,
- φωτεινότητα ,
- ασφάλεια