Translation meaning & definition of the word "fugue" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φούγκα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fugue
[Φούγκα]/fjug/
noun
1. Dissociative disorder in which a person forgets who they are and leaves home to creates a new life
- During the fugue there is no memory of the former life
- After recovering there is no memory for events during the dissociative state
- synonym:
- fugue ,
- psychogenic fugue
1. Διαχωριστική διαταραχή στην οποία ένα άτομο ξεχνά ποιοι είναι και φεύγει από το σπίτι για να δημιουργήσει μια νέα ζωή
- Κατά τη διάρκεια της φούγκας δεν υπάρχει μνήμη της προηγούμενης ζωής
- Μετά την ανάκτηση δεν υπάρχει μνήμη για γεγονότα κατά τη διάρκεια της διαχωριστικής κατάστασης
- συνώνυμο:
- φούγκα ,
- ψυχογενής φούγκα
2. A dreamlike state of altered consciousness that may last for hours or days
- synonym:
- fugue
2. Μια ονειρική κατάσταση αλλοιωμένης συνείδησης που μπορεί να διαρκέσει για ώρες ή ημέρες
- συνώνυμο:
- φούγκα
3. A musical form consisting of a theme repeated a fifth above or a fourth below its first statement
- synonym:
- fugue
3. Μια μουσική μορφή που αποτελείται από ένα θέμα που επαναλαμβάνεται ένα πέμπτο παραπάνω ή ένα τέταρτο κάτω από την πρώτη
- συνώνυμο:
- φούγκα