Translation meaning & definition of the word "fugitive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φυγάς" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fugitive
[Φυγάς]/fjuʤətɪv/
noun
1. Someone who flees from an uncongenial situation
- "Fugitives from the sweatshops"
- synonym:
- fugitive ,
- runaway ,
- fleer
1. Κάποιος που φεύγει από μια ασυμφωνία
- "Φυγάδες από τα φούτερ"
- συνώνυμο:
- φυγάς ,
- δραπέτης ,
- φλογέρα
2. Someone who is sought by law officers
- Someone trying to elude justice
- synonym:
- fugitive ,
- fugitive from justice
2. Κάποιος που αναζητείται από τους αξιωματικούς του νόμου
- Κάποιος προσπαθεί να ξεφύγει από τη δικαιοσύνη
- συνώνυμο:
- φυγάς ,
- φυγάς από τη δικαιοσύνη
adjective
1. Lasting for a markedly brief time
- "A fleeting glance"
- "Fugitive hours"
- "Rapid momentaneous association of things that meet and pass"
- "A momentary glimpse"
- synonym:
- fleeting ,
- fugitive ,
- momentaneous ,
- momentary
1. Διαρκεί για ένα αξιοσημείωτα σύντομο χρονικό διάστημα
- "Φευγαλέα ματιά"
- "Φυγατικές ώρες"
- "Ταχεία στιγμιαία συσχέτιση των πραγμάτων που συναντιούνται και περνούν"
- "Στιγμιαία ματιά"
- συνώνυμο:
- φεύγω ,
- φυγάς ,
- στιγμιαίος