Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "fuel" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καύσιμο" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Fuel

[Καύσιμο]
/fjuəl/

noun

1. A substance that can be consumed to produce energy

  • "More fuel is needed during the winter months"
  • "They developed alternative fuels for aircraft"
    synonym:
  • fuel

1. Μια ουσία που μπορεί να καταναλωθεί για την παραγωγή ενέργειας

  • "Περισσότερα καύσιμα χρειάζονται κατά τους χειμερινούς μήνες"
  • "Ανέπτυξαν εναλλακτικά καύσιμα για τα αεροσκάφη"
    συνώνυμο:
  • καύσιμο

verb

1. Provide with a combustible substance that provides energy

  • "Fuel aircraft, ships, and cars"
    synonym:
  • fuel

1. Παρέχετε μια καύσιμη ουσία που παρέχει ενέργεια

  • "Αεροσκάφη, πλοία και αυτοκίνητα"
    συνώνυμο:
  • καύσιμο

2. Provide with fuel

  • "Oil fires the furnace"
    synonym:
  • fuel
  • ,
  • fire

2. Παρέχετε καύσιμα

  • "Το πετρέλαιο πυροδοτεί τον κλίβανο"
    συνώνυμο:
  • καύσιμο
  • ,
  • φωτιά

3. Take in fuel, as of a ship

  • "The tanker fueled in bahrain"
    synonym:
  • fuel

3. Πάρτε καύσιμα, από ένα πλοίο

  • "Το δεξαμενόπλοιο τροφοδοτείται στο μπαχρέιν"
    συνώνυμο:
  • καύσιμο

4. Stimulate

  • "Fuel the debate on creationism"
    synonym:
  • fuel

4. Τονώνω

  • "Τροφοδοτήστε τη συζήτηση για τον δημιουργισμό"
    συνώνυμο:
  • καύσιμο

Examples of using

We're almost out of fuel.
Είμαστε σχεδόν εκτός καυσίμου.
I ran out of fuel.
Έτρεξα από καύσιμα.
Carbon dioxide is a gas that is produced every time a fuel such as coal, oil, or natural gas is burned.
Το διοξείδιο του άνθρακα είναι ένα αέριο που παράγεται κάθε φορά ένα καύσιμο όπως ο άνθρακας, το πετρέλαιο ή το φυσικό αέριο καίγεται.