Translation meaning & definition of the word "frumpy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "φρενοκομείο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Frumpy
[Ανώμαλοσ]/frəmpi/
adjective
1. Primly out of date
- "Nothing so frumpish as last year's gambling game"
- synonym:
- dowdy ,
- frumpy ,
- frumpish
1. Πρωταρχικά εκτός ημερομηνίας
- "Τίποτα δεν είναι τόσο περίεργο όσο το παιχνίδι τυχερών παιχνιδιών πέρυσι"
- συνώνυμο:
- προίκα ,
- αστείος ,
- παραφουσκωμένοσ