Translation meaning & definition of the word "fruiting" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φρουτώδης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fruiting
[Καρποφορία]/frutɪŋ/
adjective
1. Capable of bearing fruit
- synonym:
- fruiting
1. Ικανός να φέρει καρπούς
- συνώνυμο:
- καρποφορία