Translation meaning & definition of the word "fruitcake" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φρουτάκι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fruitcake
[Φρούτσετ]/frutkek/
noun
1. A whimsically eccentric person
- synonym:
- crackpot ,
- crank ,
- nut ,
- nut case ,
- fruitcake ,
- screwball
1. Ένα παράξενο εκκεντρικό άτομο
- συνώνυμο:
- παλιοκόπτησ ,
- στρόφαλοσ ,
- καρύδι ,
- θήκη καρυδιού ,
- φρούτων ,
- βίδα
2. A rich cake containing dried fruit and nuts and citrus peel and so on
- synonym:
- fruitcake
2. Ένα πλούσιο κέικ που περιέχει αποξηραμένα φρούτα και ξηρούς καρπούς και φλούδα εσπεριδοειδών και ούτω καθεξής
- συνώνυμο:
- φρούτων
Examples of using
He is as nutty as a fruitcake.
Είναι τόσο καρυδιούχος όσο μια καρποφόρα.
He is as nutty as a fruitcake.
Είναι τόσο καρυδιούχος όσο μια καρποφόρα.
He is as nutty as a fruitcake.
Είναι τόσο καρυδιούχος όσο μια καρποφόρα.