Translation meaning & definition of the word "frugally" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φαρμακευτικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Frugally
[Ζωτικής]/frugəli/
adverb
1. In a frugal manner
- "In villages, the new pipeline marks the end of water as a precious liquid, to be dispensed frugally, weighed out drop by drop"
- synonym:
- frugally
1. Με λιτό τρόπο
- "Στα χωριά, ο νέος αγωγός σηματοδοτεί το τέλος του νερού ως πολύτιμο υγρό, για να διανεμηθεί λιτά, να ζυγιστεί πτώση από σταγόνα"
- συνώνυμο:
- λιτά