Translation meaning & definition of the word "frugality" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φαρμακευτικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Frugality
[Ζωηρότητα]/frugæləti/
noun
1. Prudence in avoiding waste
- synonym:
- frugality ,
- frugalness
1. Σύνεση στην αποφυγή των αποβλήτων
- συνώνυμο:
- λιτότητα