Translation meaning & definition of the word "frown" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καταφύγιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Frown
[Καταφεύγω]/fraʊn/
noun
1. A facial expression of dislike or displeasure
- synonym:
- frown ,
- scowl
1. Μια έκφραση του προσώπου δυσαρέσκεια ή δυσαρέσκεια
- συνώνυμο:
- συνοφρυώ ,
- πεταλούδα
verb
1. Look angry or sullen, wrinkle one's forehead, as if to signal disapproval
- synonym:
- frown ,
- glower ,
- lour ,
- lower
1. Κοιτάξτε θυμωμένος ή ανόητος, ρυτίδωση του μετώπου κάποιου, σαν να σηματοδοτεί αποδοκιμασία
- συνώνυμο:
- συνοφρυώ ,
- λαμπερόσ ,
- λουρί ,
- κάτω