Translation meaning & definition of the word "frosting" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πάγωμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Frosting
[Πάγωμα]/frɔstɪŋ/
noun
1. A flavored sugar topping used to coat and decorate cakes
- synonym:
- frosting ,
- icing ,
- ice
1. Μια αρωματισμένη επικάλυψη ζάχαρης που χρησιμοποιείται για το παλτό και τη διακόσμηση κέικ
- συνώνυμο:
- πάγωμα ,
- γλάσο ,
- πάγος