Translation meaning & definition of the word "frisk" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κίνδυνος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Frisk
[Φρυκ]/frɪsk/
noun
1. The act of searching someone for concealed weapons or illegal drugs
- "He gave the suspect a quick frisk"
- synonym:
- frisk ,
- frisking
1. Η πράξη της αναζήτησης κάποιου για κρυμμένα όπλα ή παράνομα ναρκωτικά
- "Έδωσε στον ύποπτο ένα γρήγορο ρίσκο"
- συνώνυμο:
- φιντ ,
- φριτζ
verb
1. Play boisterously
- "The children frolicked in the garden"
- "The gamboling lambs in the meadows"
- "The toddlers romped in the playroom"
- synonym:
- frolic ,
- lark ,
- rollick ,
- skylark ,
- disport ,
- sport ,
- cavort ,
- gambol ,
- frisk ,
- romp ,
- run around ,
- lark about
1. Παίξτε απαίσια
- "Τα παιδιά παλεύουν στον κήπο"
- "Οι αρνιά στοιχηματισμού στα λιβάδια"
- "Τα μικρά παιδιά βρωμούσαν στην αίθουσα παιχνιδιού"
- συνώνυμο:
- παγωμένοσ ,
- λαρκ ,
- ρολίζ ,
- φεγγίλαρκ ,
- αποσυνδέω ,
- αθλητισμός ,
- σπηλαιολόγοσ ,
- γκαμπόλ ,
- φιντ ,
- ανακατώνω ,
- τρέχω ,
- λαρκ για
2. Search as for concealed weapons by running the hands rapidly over the clothing and through the pockets
- "The police frisked everyone at the airport"
- synonym:
- frisk
2. Ψάξτε για κρυμμένα όπλα τρέχοντας τα χέρια γρήγορα πάνω από τα ρούχα και μέσα από τις τσέπες
- "Η αστυνομία τους εξέπληξε όλους στο αεροδρόμιο"
- συνώνυμο:
- φιντ