Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "fringe" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "περιθώριο" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Fringe

[Καταφύγιο]
/frɪnʤ/

noun

1. The outside boundary or surface of something

    synonym:
  • periphery
  • ,
  • fringe
  • ,
  • outer boundary

1. Το εξωτερικό όριο ή η επιφάνεια κάποιου πράγματος

    συνώνυμο:
  • περιφέρεια
  • ,
  • περιθωρίου
  • ,
  • εξωτερικό όριο

2. A part of the city far removed from the center

  • "They built a factory on the outskirts of the city"
    synonym:
  • outskirt
  • ,
  • fringe

2. Ένα τμήμα της πόλης μακριά από το κέντρο

  • "Έχτισαν ένα εργοστάσιο στα περίχωρα της πόλης"
    συνώνυμο:
  • εκτός εμπορίου
  • ,
  • περιθωρίου

3. One of the light or dark bands produced by the interference and diffraction of light

    synonym:
  • fringe
  • ,
  • interference fringe

3. Μία από τις φωτεινές ή σκοτεινές ζώνες που παράγονται από την παρέμβαση και τη διάθλαση του φωτός

    συνώνυμο:
  • περιθωρίου
  • ,
  • περιθώριο παρέμβασης

4. A social group holding marginal or extreme views

  • "Members of the fringe believe we should be armed with guns at all times"
    synonym:
  • fringe

4. Μια κοινωνική ομάδα που έχει οριακές ή ακραίες απόψεις

  • "Τα μέλη του περιθωρίου πιστεύουν ότι πρέπει να είμαστε οπλισμένοι με όπλα ανά πάσα στιγμή"
    συνώνυμο:
  • περιθωρίου

5. A border of hair that is cut short and hangs across the forehead

    synonym:
  • bang
  • ,
  • fringe

5. Ένα σύνορο μαλλιών που κόβεται και κρέμεται στο μέτωπο

    συνώνυμο:
  • μπανγκ
  • ,
  • περιθωρίου

6. An ornamental border consisting of short lengths of hanging threads or tassels

    synonym:
  • fringe

6. Διακοσμητικά σύνορα που αποτελούνται από μικρά μήκη νημάτων ή φούντες

    συνώνυμο:
  • περιθωρίου

verb

1. Adorn with a fringe

  • "The weaver fringed the scarf"
    synonym:
  • fringe

1. Στολίζω με ένα κρόσσι

  • "Ο ύφαντας παρέσυρε το μαντήλι"
    συνώνυμο:
  • περιθωρίου

2. Decorate with or as if with a surrounding fringe

  • "Fur fringed the hem of the dress"
    synonym:
  • fringe

2. Διακοσμήστε με ή σαν με ένα γύρω περιθώριο

  • "Ο φούρνος παρέσυρε το στρίφωμα του φορέματος"
    συνώνυμο:
  • περιθωρίου