Translation meaning & definition of the word "frightening" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φωτισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Frightening
[Φοβερόσ]/fraɪtənɪŋ/
noun
1. The act of inspiring with fear
- synonym:
- terrorization ,
- terrorisation ,
- frightening
1. Η πράξη της έμπνευσης με το φόβο
- συνώνυμο:
- τρομοκρατία ,
- τρομακτικός
adjective
1. Causing fear or dread or terror
- "The awful war"
- "An awful risk"
- "Dire news"
- "A career or vengeance so direful that london was shocked"
- "The dread presence of the headmaster"
- "Polio is no longer the dreaded disease it once was"
- "A dreadful storm"
- "A fearful howling"
- "Horrendous explosions shook the city"
- "A terrible curse"
- synonym:
- awful ,
- dire ,
- direful ,
- dread(a) ,
- dreaded ,
- dreadful ,
- fearful ,
- fearsome ,
- frightening ,
- horrendous ,
- horrific ,
- terrible
1. Προκαλώντας φόβο ή τρόμο
- "Ο φοβερός πόλεμος"
- "Φοβερός κίνδυνος"
- "Τελευταία νέα"
- "Μια καριέρα ή εκδίκηση τόσο αποτρόπαια που το λονδίνο σοκαρίστηκε"
- "Η φοβερή παρουσία του διευθυντή"
- "Η πολιομυελίτιδα δεν είναι πλέον η φοβερή ασθένεια που ήταν κάποτε"
- "Φοβερή καταιγίδα"
- "Ένα φοβερό ουρλιαχτό"
- "Τρομακτικές εκρήξεις συγκλόνισαν την πόλη"
- "Φοβερή κατάρα"
- συνώνυμο:
- απαίσιοσ ,
- επιτήδειος ,
- τρομερός ,
- φοβ() ,
- φοβισμένος ,
- φοβερός ,
- τρομακτικός ,
- φρικτός
Examples of using
That's a frightening possibility.
Αυτή είναι μια τρομακτική πιθανότητα.
You're frightening me.
Με τρομάζεις.
There is nothing frightening about a normal, natural death, the death of a man who has fulfilled himself and lived out his life.
Δεν υπάρχει τίποτα τρομακτικό για έναν φυσιολογικό, φυσικό θάνατο, το θάνατο ενός ανθρώπου που έχει εκπληρώσει τον εαυτό του.