Translation meaning & definition of the word "fried" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τηγανισμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fried
[Τηγανητός]/fraɪd/
adjective
1. Cooked by frying in fat
- synonym:
- fried ,
- deep-fried
1. Μαγειρεμένο με τηγάνισμα σε λίπος
- συνώνυμο:
- τηγανητό ,
- βαθιά τηγανισμένο
Examples of using
The game won't fly away, it's fried.
Το παιχνίδι δεν θα πετάξει μακριά, είναι τηγανητό.
I don't like fried fish.
Δεν μου αρέσουν τα τηγανητά ψάρια.
I don't like fried food.
Δεν μου αρέσει το τηγανητό φαγητό.