Translation meaning & definition of the word "friar" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "παραλλαγή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Friar
[Μουτζούρα]/fraɪər/
noun
1. A male member of a religious order that originally relied solely on alms
- synonym:
- friar ,
- mendicant
1. Ένα αρσενικό μέλος μιας θρησκευτικής τάξης που αρχικά βασιζόταν αποκλειστικά στην ελεημοσύνη
- συνώνυμο:
- φριάρ ,
- επιμελητήσ