Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "fret" into Greek language

Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "τάστα" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Fret

[Ταραχή]
/frɛt/

noun

1. Agitation resulting from active worry

  • "Don't get in a stew"
  • "He's in a sweat about exams"
    synonym:
  • fret
  • ,
  • stew
  • ,
  • sweat
  • ,
  • lather
  • ,
  • swither

1. Διέγερση που προκύπτει από ενεργό ανησυχία

  • "Μην μπεις σε στιφάδο"
  • "Είναι ιδρωμένος για τις εξετάσεις"
    συνώνυμο:
  • τάστα
  • ,
  • στιφάδο
  • ,
  • ιδρώτας
  • ,
  • αφρός
  • ,
  • εκτοξεύω

2. A spot that has been worn away by abrasion or erosion

    synonym:
  • worn spot
  • ,
  • fret

2. Ένα σημείο που έχει φθαρεί από την τριβή ή τη διάβρωση

    συνώνυμο:
  • φθαρμένο σημείο
  • ,
  • τάστα

3. An ornamental pattern consisting of repeated vertical and horizontal lines (often in relief)

  • "There was a simple fret at the top of the walls"
    synonym:
  • fret
  • ,
  • Greek fret
  • ,
  • Greek key
  • ,
  • key pattern

3. Ένα διακοσμητικό σχέδιο που αποτελείται από επαναλαμβανόμενες κάθετες και οριζόντιες γραμμές (συχνά ανάγλυφες)

  • "Υπήρχε ένα απλό τάστο στην κορυφή των τοίχων"
    συνώνυμο:
  • τάστα
  • ,
  • Ελληνικό τάστο
  • ,
  • Ελληνικό κλειδί
  • ,
  • μοτίβο κλειδιού

4. A small bar of metal across the fingerboard of a musical instrument

  • When the string is stopped by a finger at the metal bar it will produce a note of the desired pitch
    synonym:
  • fret

4. Μια μικρή μεταλλική ράβδος στην ταστιέρα ενός μουσικού οργάνου

  • Όταν η χορδή σταματήσει με ένα δάχτυλο στη μεταλλική ράβδο, θα δημιουργήσει μια νότα του επιθυμητού βήματος
    συνώνυμο:
  • τάστα

verb

1. Worry unnecessarily or excessively

  • "Don't fuss too much over the grandchildren--they are quite big now"
    synonym:
  • fuss
  • ,
  • niggle
  • ,
  • fret

1. Ανησυχήστε άσκοπα ή υπερβολικά

  • "Μην ταράζεστε πολύ για τα εγγόνια - είναι αρκετά μεγάλα τώρα"
    συνώνυμο:
  • φασαρία
  • ,
  • κουνώ
  • ,
  • τάστα

2. Be agitated or irritated

  • "Don't fret over these small details"
    synonym:
  • fret

2. Να είστε ταραγμένοι ή ερεθισμένοι

  • "Μην ανησυχείτε για αυτές τις μικρές λεπτομέρειες"
    συνώνυμο:
  • τάστα

3. Provide (a musical instrument) with frets

  • "Fret a guitar"
    synonym:
  • fret

3. Παρέχετε (ένα μουσικό όργανο) τάστα

  • "Τηγανίτα μια κιθάρα"
    συνώνυμο:
  • τάστα

4. Become or make sore by or as if by rubbing

    synonym:
  • chafe
  • ,
  • gall
  • ,
  • fret

4. Γίνετε ή πονάτε ή σαν να τρίβετε

    συνώνυμο:
  • τσάφα
  • ,
  • χολή
  • ,
  • τάστα

5. Cause annoyance in

    synonym:
  • fret

5. Προκαλέστε ενόχληση στην

    συνώνυμο:
  • τάστα

6. Gnaw into

  • Make resentful or angry
  • "The injustice rankled her"
  • "His resentment festered"
    synonym:
  • eat into
  • ,
  • fret
  • ,
  • rankle
  • ,
  • grate

6. Ροκανίζω

  • Κάντε αγανακτισμένους ή θυμωμένους
  • "Η αδικία την κατέταξε"
  • "Η δυσαρέσκειά του παρασύρθηκε"
    συνώνυμο:
  • τρώω μέσα
  • ,
  • τάστα
  • ,
  • rankle
  • ,
  • σχάρα

7. Carve a pattern into

    synonym:
  • fret

7. Χαράξτε ένα σχέδιο σε

    συνώνυμο:
  • τάστα

8. Decorate with an interlaced design

    synonym:
  • fret

8. Διακοσμήστε με ένα πλεγμένο σχέδιο

    συνώνυμο:
  • τάστα

9. Be too tight

  • Rub or press
  • "This neckband is choking the cat"
    synonym:
  • choke
  • ,
  • gag
  • ,
  • fret

9. Να είσαι πολύ σφιχτός

  • Τρίψτε ή πιέστε
  • "Αυτή η λαιμόκοψη πνίγει τη γάτα"
    συνώνυμο:
  • πνίγω
  • ,
  • φίμωση
  • ,
  • τάστα

10. Cause friction

  • "My sweater scratches"
    synonym:
  • rub
  • ,
  • fray
  • ,
  • fret
  • ,
  • chafe
  • ,
  • scratch

10. Προκαλέστε τριβή

  • "Το πουλόβερ μου γρατζουνάει"
    συνώνυμο:
  • τρίβω
  • ,
  • ξεφτίζω
  • ,
  • τάστα
  • ,
  • τσάφα
  • ,
  • γρατζουνίζω

11. Remove soil or rock

  • "Rain eroded the terraces"
    synonym:
  • erode
  • ,
  • eat away
  • ,
  • fret

11. Αφαιρέστε το χώμα ή το βράχο

  • "Βροχή διέβρωσε τις βεράντες"
    συνώνυμο:
  • διαβρώνω
  • ,
  • φάτε μακριά
  • ,
  • τάστα

12. Wear away or erode

    synonym:
  • fret
  • ,
  • eat away

12. Φθείρεται ή διαβρώνεται

    συνώνυμο:
  • τάστα
  • ,
  • φάτε μακριά