Translation meaning & definition of the word "fret" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ταπετσαρία" στην ελληνική γλώσσα
Fret
[Μετατρέπω]noun
1. Agitation resulting from active worry
- "Don't get in a stew"
- "He's in a sweat about exams"
- synonym:
- fret ,
- stew ,
- sweat ,
- lather ,
- swither
1. Αναταραχή που προκύπτει από ενεργό ανησυχία
- "Μην μπεις σε στιφάδο"
- "Είναι σε έναν ιδρώτα για τις εξετάσεις"
- συνώνυμο:
- τρέλα ,
- στιβάζω ,
- ιδρώτας ,
- αφαιρώ ,
- παραπαίω
2. A spot that has been worn away by abrasion or erosion
- synonym:
- worn spot ,
- fret
2. Ένα σημείο που έχει φθαρεί από την τριβή ή τη διάβρωση
- συνώνυμο:
- φθαρμένο σημείο ,
- τρέλα
3. An ornamental pattern consisting of repeated vertical and horizontal lines (often in relief)
- "There was a simple fret at the top of the walls"
- synonym:
- fret ,
- Greek fret ,
- Greek key ,
- key pattern
3. Ένα διακοσμητικό μοτίβο που αποτελείται από επαναλαμβανόμενες κάθετες και οριζόντιες γραμμές (συχνά σε ανάγλυφο)
- "Υπήρχε ένα απλό τέρας στην κορυφή των τοίχων"
- συνώνυμο:
- τρέλα ,
- Ελληνική τρέλα ,
- Ελληνικό κλειδί ,
- βασικό μοτίβο
4. A small bar of metal across the fingerboard of a musical instrument
- When the string is stopped by a finger at the metal bar it will produce a note of the desired pitch
- synonym:
- fret
4. Μια μικρή μπάρα από μέταλλο πάνω από το δακτυλογραφία ενός μουσικού οργάνου
- Όταν η συμβολοσειρά σταματήσει από ένα δάχτυλο στη μεταλλική μπάρα θα παραγάγει μια σημείωση του επιθυμητού βήματος
- συνώνυμο:
- τρέλα
verb
1. Worry unnecessarily or excessively
- "Don't fuss too much over the grandchildren--they are quite big now"
- synonym:
- fuss ,
- niggle ,
- fret
1. Ανησυχείτε άσκοπα ή υπερβολικά
- "Μην αναστατώνεστε πολύ πάνω από τα εγγόνια - είναι αρκετά μεγάλα τώρα"
- συνώνυμο:
- φάουσ ,
- παραλύω ,
- τρέλα
2. Be agitated or irritated
- "Don't fret over these small details"
- synonym:
- fret
2. Είναι ταραγμένος ή ερεθισμένος
- "Μην ανησυχείτε για αυτές τις μικρές λεπτομέρειες"
- συνώνυμο:
- τρέλα
3. Provide (a musical instrument) with frets
- "Fret a guitar"
- synonym:
- fret
3. Παρέχετε (α μουσικό όργανο) με φρέατα
- "Τρυπάνι κιθάρα"
- συνώνυμο:
- τρέλα
4. Become or make sore by or as if by rubbing
- synonym:
- chafe ,
- gall ,
- fret
4. Γίνετε ή κάνετε πληγή από ή σαν να τρίβετε
- συνώνυμο:
- τσαλαπατώ ,
- χολή ,
- τρέλα
5. Cause annoyance in
- synonym:
- fret
5. Προκαλώ ενόχληση στο
- συνώνυμο:
- τρέλα
6. Gnaw into
- Make resentful or angry
- "The injustice rankled her"
- "His resentment festered"
- synonym:
- eat into ,
- fret ,
- rankle ,
- grate
6. Παίζω
- Κάντε δυσαρέσκεια ή θυμό
- "Η αδικία την κατάταξε"
- "Η δυσαρέσκειά του εορτάζεται"
- συνώνυμο:
- τρώω ,
- τρέλα ,
- βασιλεύω ,
- τρίβω
7. Carve a pattern into
- synonym:
- fret
7. Χαράξτε ένα μοτίβο σε
- συνώνυμο:
- τρέλα
8. Decorate with an interlaced design
- synonym:
- fret
8. Διακοσμήστε με ένα διασταυρωμένο σχέδιο
- συνώνυμο:
- τρέλα
9. Be too tight
- Rub or press
- "This neckband is choking the cat"
- synonym:
- choke ,
- gag ,
- fret
9. Είμαι πολύ σφιχτός
- Τρίψτε ή πατήστε
- "Αυτό το λαιμό πνίγει τη γάτα"
- συνώνυμο:
- πνίγω ,
- αγκαλιά ,
- τρέλα
10. Cause friction
- "My sweater scratches"
- synonym:
- rub ,
- fray ,
- fret ,
- chafe ,
- scratch
10. Προκαλώ τριβή
- "Τα πουλόβερ μου γρατζουνιές"
- συνώνυμο:
- τρίβω ,
- φρέι ,
- τρέλα ,
- τσαλαπατώ ,
- γρατσουνιά
11. Remove soil or rock
- "Rain eroded the terraces"
- synonym:
- erode ,
- eat away ,
- fret
11. Αφαιρέστε το χώμα ή το βράχο
- "Η βεράντα διέβρωσε τις βεράντες"
- συνώνυμο:
- διαβρώνω ,
- τρώω μακριά ,
- τρέλα
12. Wear away or erode
- synonym:
- fret ,
- eat away
12. Φθείρετε ή διαβρώνετε
- συνώνυμο:
- τρέλα ,
- τρώω μακριά