Translation meaning & definition of the word "freshness" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φρεσκάδα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Freshness
[Φρεσκάδα]/frɛʃnəs/
noun
1. The property of being pure and fresh (as if newly made)
- Not stale or deteriorated
- "She loved the freshness of newly baked bread"
- "The freshness of the air revived him"
- synonym:
- freshness
1. Η ιδιοκτησία του να είναι καθαρό και φρέσκο (ας αν νεοφτιάχτηκε)
- Δεν είναι μπαγιάτικο ή επιδεινωμένο
- "Αγαπούσε τη φρεσκάδα του νεόφουσκα ψωμιού"
- "Η φρεσκάδα του αέρα τον αναζωογόνησε"
- συνώνυμο:
- φρεσκάδα
2. Originality by virtue of being refreshingly novel
- synonym:
- freshness ,
- novelty
2. Πρωτοτυπία λόγω του να είσαι αναζωογονητικά καινοτόμος
- συνώνυμο:
- φρεσκάδα ,
- καινοτομία
3. An alert and refreshed state
- synonym:
- freshness ,
- glow
3. Μια ειδοποίηση και ανανεωμένη κατάσταση
- συνώνυμο:
- φρεσκάδα ,
- λάμψη
4. Originality by virtue of being new and surprising
- synonym:
- novelty ,
- freshness
4. Πρωτοτυπία λόγω του να είναι κανείς νέος και εκπληκτικός
- συνώνυμο:
- καινοτομία ,
- φρεσκάδα
5. The trait of being rude and impertinent
- Inclined to take liberties
- synonym:
- crust ,
- gall ,
- impertinence ,
- impudence ,
- insolence ,
- cheekiness ,
- freshness
5. Το χαρακτηριστικό του να είσαι αγενής και αυθάδης
- Τείνουν να παίρνουν ελευθερίες
- συνώνυμο:
- κρούστα ,
- χολή ,
- αυθάδεια ,
- απρέπεια ,
- απατηλότητα ,
- φρεσκάδα