Translation meaning & definition of the word "freshman" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φρέσκο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Freshman
[Φρύτμαν]/frɛʃmən/
noun
1. A first-year undergraduate
- synonym:
- freshman ,
- fresher
1. Ένα πρώτο έτος προπτυχιακό
- συνώνυμο:
- φρεσκάλ ,
- φρεσκότερο
2. Any new participant in some activity
- synonym:
- newcomer ,
- fledgling ,
- fledgeling ,
- starter ,
- neophyte ,
- freshman ,
- newbie ,
- entrant
2. Κάθε νέος συμμετέχων σε κάποια δραστηριότητα
- συνώνυμο:
- νεοεισερχόμενοσ ,
- νεοσύστατοσ ,
- νεοσύστατη ,
- εκκινητήσ ,
- νεόφυτο ,
- φρεσκάλ ,
- νεβί ,
- παρεμβαίνων
adjective
1. Used of a person in the first year of an experience (especially in united states high school or college)
- "A freshman senator"
- "Freshman year in high school or college"
- synonym:
- freshman ,
- first-year
1. Χρησιμοποιείται από ένα άτομο κατά το πρώτο έτος μιας εμπειρίας (ειδικά στο γυμνάσιο των ηνωμένων πολιτειών ή κολέγιο)
- "Γερουσιαστής φρέσκων ανθρώπων"
- "Φρέσκο έτος στο γυμνάσιο ή το κολέγιο"
- συνώνυμο:
- φρεσκάλ ,
- πρώτο έτος