Translation meaning & definition of the word "freshly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φρεσκάδα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Freshly
[Φρεσκότατα]/frɛʃli/
adverb
1. Very recently
- "They are newly married"
- "Newly raised objections"
- "A newly arranged hairdo"
- "Grass new washed by the rain"
- "A freshly cleaned floor"
- "We are fresh out of tomatoes"
- synonym:
- newly ,
- freshly ,
- fresh ,
- new
1. Πρόσφατα
- "Είναι πρόσφατα παντρεμένοι"
- "Πρόσφατα εγείρει αντιρρήσεις"
- "Ένα πρόσφατα τοποθετημένο χτένισμα"
- "Χλόη νέο πλυμένο από τη βροχή"
- "Ένα φρεσκοκαθαρισμένο πάτωμα"
- "Είμαστε φρέσκα από ντομάτες"
- συνώνυμο:
- νεόνυμφος ,
- φρέσκο ,
- νέο
2. In an impudent or impertinent manner
- "A lean, swarthy fellow was peering through the window, grinning impudently"
- synonym:
- impertinently ,
- saucily ,
- pertly ,
- freshly ,
- impudently
2. Με έναν ασυνείδητο ή αυθάδη τρόπο
- "Ένας άπαχος, βαρετός άντρας κοιτούσε μέσα από το παράθυρο, χαμογελώντας αδιάφορα"
- συνώνυμο:
- αυστηρά ,
- λιτά ,
- σχετικά ,
- φρέσκο ,
- απερίσκεπτα