Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "fresh" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φρέσκο" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Fresh

[Φρέσκο]
/frɛʃ/

adjective

1. Recently made, produced, or harvested

  • "Fresh bread"
  • "A fresh scent"
  • "Fresh lettuce"
    synonym:
  • fresh

1. Πρόσφατα παρασκευασμένο, παραχθε'ν ή συγκομισθεί

  • "Φρέσκο ψωμί"
  • "Φρέσκο άρωμα"
  • "Φρέσκο μαρούλι"
    συνώνυμο:
  • φρέσκο

2. (of a cycle) beginning or occurring again

  • "A fresh start"
  • "Fresh ideas"
    synonym:
  • fresh

2. ( ενός κύκλου) αρχίζει ή συμβαίνει ξανά

  • "Νέα αρχή"
  • "Φρέσκες ιδέες"
    συνώνυμο:
  • φρέσκο

3. Imparting vitality and energy

  • "The bracing mountain air"
    synonym:
  • bracing
  • ,
  • brisk
  • ,
  • fresh
  • ,
  • refreshing
  • ,
  • refreshful
  • ,
  • tonic

3. Μεταδίδοντας ζωτικότητα και ενέργεια

  • "Ο αέρας του βουνού"
    συνώνυμο:
  • προετοιμασία
  • ,
  • βρυχικόσ
  • ,
  • φρέσκο
  • ,
  • αναζωογονητικός
  • ,
  • ανανεωμένοσ
  • ,
  • τονωτικό

4. Original and of a kind not seen before

  • "The computer produced a completely novel proof of a well-known theorem"
    synonym:
  • fresh
  • ,
  • new
  • ,
  • novel

4. Πρωτότυπο και είδος που δεν έχει δει πριν

  • "Ο υπολογιστής παρήγαγε μια εντελώς νέα απόδειξη ενός γνωστού θεωρήματος"
    συνώνυμο:
  • φρέσκο
  • ,
  • νέο
  • ,
  • μυθιστόρημα

5. Not canned or otherwise preserved

  • "Fresh vegetables"
    synonym:
  • fresh

5. Δεν είναι κονσερβοποιημένο ή διατηρημένο με άλλο τρόπο

  • "Φρέσκα λαχανικά"
    συνώνυμο:
  • φρέσκο

6. Not containing or composed of salt water

  • "Fresh water"
    synonym:
  • fresh
  • ,
  • sweet

6. Που δεν περιέχει ή αποτελείται από θαλασσινό νερό

  • "Γλυκό νερό"
    συνώνυμο:
  • φρέσκο
  • ,
  • γλυκό

7. Having recently calved and therefore able to give milk

  • "The cow is fresh"
    synonym:
  • fresh

7. Έχοντας πρόσφατα ηρεμήσει και ως εκ τούτου είναι σε θέση να δώσει γάλα

  • "Η αγελάδα είναι φρέσκια"
    συνώνυμο:
  • φρέσκο

8. With restored energy

    synonym:
  • fresh
  • ,
  • invigorated
  • ,
  • refreshed
  • ,
  • reinvigorated

8. Με αποκατεστημένη ενέργεια

    συνώνυμο:
  • φρέσκο
  • ,
  • αναζωογονημένο
  • ,
  • ανανεωμένη
  • ,
  • αναζωογονηθεί

9. Not soured or preserved

  • "Sweet milk"
    synonym:
  • fresh
  • ,
  • sweet
  • ,
  • unfermented

9. Δεν είναι παγωμένο ή διατηρημένο

  • "Γλυκό γάλα"
    συνώνυμο:
  • φρέσκο
  • ,
  • γλυκό
  • ,
  • ανυπόστατοσ

10. Free from impurities

  • "Clean water"
  • "Fresh air"
    synonym:
  • clean
  • ,
  • fresh

10. Απαλλαγμένος από τις ακαθαρσίες

  • "Καθαρό νερό"
  • "Φρέσκο αέρα"
    συνώνυμο:
  • καθαρός
  • ,
  • φρέσκο

11. Not yet used or soiled

  • "A fresh shirt"
  • "A fresh sheet of paper"
  • "An unused envelope"
    synonym:
  • fresh
  • ,
  • unused

11. Δεν έχει χρησιμοποιηθεί ή λερωθεί ακόμα

  • "Φρέσκο πουκάμισο"
  • "Ένα φρέσκο φύλλο χαρτιού"
  • "Ένας αχρησιμοποίητος φάκελος"
    συνώνυμο:
  • φρέσκο
  • ,
  • αχρησιμοποίητο

12. Improperly forward or bold

  • "Don't be fresh with me"
  • "Impertinent of a child to lecture a grownup"
  • "An impudent boy given to insulting strangers"
  • "Don't get wise with me!"
    synonym:
  • fresh
  • ,
  • impertinent
  • ,
  • impudent
  • ,
  • overbold
  • ,
  • smart
  • ,
  • saucy
  • ,
  • sassy
  • ,
  • wise

12. Ακατάλληλα προς τα εμπρός ή τολμηρά

  • "Μην είσαι φρέσκος μαζί μου"
  • "Η επιφάνεια ενός παιδιού να διαλέξει έναν ενήλικα"
  • "Ένα ανυπόμονο αγόρι που δόθηκε σε προσβλητικούς ξένους"
  • "Μην γίνεσαι σοφός μαζί μου!"
    συνώνυμο:
  • φρέσκο
  • ,
  • αυθάδησ
  • ,
  • απαθής
  • ,
  • υπερτιμημένοσ
  • ,
  • έξυπνος
  • ,
  • πιατάκι
  • ,
  • αλλεργικός
  • ,
  • σοφός

adverb

1. Very recently

  • "They are newly married"
  • "Newly raised objections"
  • "A newly arranged hairdo"
  • "Grass new washed by the rain"
  • "A freshly cleaned floor"
  • "We are fresh out of tomatoes"
    synonym:
  • newly
  • ,
  • freshly
  • ,
  • fresh
  • ,
  • new

1. Πρόσφατα

  • "Είναι πρόσφατα παντρεμένοι"
  • "Πρόσφατα εγείρει αντιρρήσεις"
  • "Ένα πρόσφατα τοποθετημένο χτένισμα"
  • "Χλόη νέο πλυμένο από τη βροχή"
  • "Ένα φρεσκοκαθαρισμένο πάτωμα"
  • "Είμαστε φρέσκα από ντομάτες"
    συνώνυμο:
  • νεόνυμφος
  • ,
  • φρέσκο
  • ,
  • νέο

Examples of using

I like the smell of fresh bread.
Μου αρέσει η μυρωδιά του φρέσκου ψωμιού.
The funeral procession reached the burial site, where a hole had been dug that smelled of fresh earth.
Η πομπή της κηδείας έφτασε στον τόπο ταφής, όπου είχε σκαφτεί μια τρύπα που μύριζε φρέσκια γη.
I just need some fresh air to clear my head and come to my senses.
Χρειάζομαι λίγο καθαρό αέρα για να καθαρίσω το κεφάλι μου και να έρθω στις αισθήσεις μου.