Translation meaning & definition of the word "frequent" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συχνό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Frequent
[Συχνόσ]/frikwənt/
verb
1. Do one's shopping at
- Do business with
- Be a customer or client of
- synonym:
- patronize ,
- patronise ,
- shop ,
- shop at ,
- buy at ,
- frequent ,
- sponsor
1. Κάνετε τα ψώνια σας στο
- Συνεργάζομαι με
- Να είστε πελάτης ή πελάτης
- συνώνυμο:
- υποστηρίζω ,
- κατάστημα ,
- κατάστημα στο ,
- αγοράζω ,
- συχνόσ ,
- χορηγός
2. Be a regular or frequent visitor to a certain place
- "She haunts the ballet"
- synonym:
- frequent ,
- haunt
2. Να είστε τακτικός ή συχνός επισκέπτης σε ένα συγκεκριμένο μέρος
- "Στοιχειώνει το μπαλέτο"
- συνώνυμο:
- συχνόσ ,
- στοιχειώνω
adjective
1. Coming at short intervals or habitually
- "A frequent guest"
- "Frequent complaints"
- synonym:
- frequent
1. Έρχονται σε σύντομα διαστήματα ή συνήθως
- "Συχνός επισκέπτης"
- "Συχνές καταγγελίες"
- συνώνυμο:
- συχνόσ
2. Frequently encountered
- "A frequent (or common) error is using the transitive verb `lay' for the intransitive `lie'"
- synonym:
- frequent
2. Συχνά συναντώνται
- "Ένα συχνό σφάλμα ( κοινό) χρησιμοποιεί το μεταβατικό ρήμα `παραμένει' για το αμετάβλητο `παραμένει'"
- συνώνυμο:
- συχνόσ
Examples of using
As a child, my daughter had frequent asthma attacks.
Ως παιδί, η κόρη μου είχε συχνές κρίσεις άσθματος.
His visits became less frequent as time passed.
Οι επισκέψεις του έγιναν λιγότερο συχνές όσο περνούσε ο καιρός.
She's a frequent visitor to this country.
Είναι συχνός επισκέπτης αυτής της χώρας.