Translation meaning & definition of the word "freeze" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πάγωμα" στην ελληνική γλώσσα
Freeze
[Παγώνω]noun
1. The withdrawal of heat to change something from a liquid to a solid
- synonym:
- freeze ,
- freezing
1. Η απόσυρση της θερμότητας για να αλλάξει κάτι από ένα υγρό σε ένα στερεό
- συνώνυμο:
- παγώνω ,
- πάγωμα
2. Weather cold enough to cause freezing
- synonym:
- freeze ,
- frost
2. Ο καιρός είναι αρκετά κρύος για να προκαλέσει την κατάψυξη
- συνώνυμο:
- παγώνω ,
- παγετός
3. An interruption or temporary suspension of progress or movement
- "A halt in the arms race"
- "A nuclear freeze"
- synonym:
- freeze ,
- halt
3. Διακοπή ή προσωρινή αναστολή της προόδου ή της κίνησης
- "Μια διακοπή στην κούρσα των εξοπλισμών"
- "Πυρηνικό πάγωμα"
- συνώνυμο:
- παγώνω ,
- σταμάτημα
4. Fixing (of prices or wages etc) at a particular level
- "A freeze on hiring"
- synonym:
- freeze
4. Καθορισμός ( των τιμών ή των μισθών κλπ) σε συγκεκριμένο επίπεδο
- "Πάγωμα στην πρόσληψη"
- συνώνυμο:
- παγώνω
verb
1. Stop moving or become immobilized
- "When he saw the police car he froze"
- synonym:
- freeze ,
- stop dead
1. Σταματήστε να κινείστε ή να ακινητοποιηθείτε
- "Όταν είδε το αυτοκίνητο της αστυνομίας πάγωσε"
- συνώνυμο:
- παγώνω ,
- σταματώ νεκρός
2. Change to ice
- "The water in the bowl froze"
- synonym:
- freeze
2. Αλλαγή στον πάγο
- "Το νερό στο μπολ πάγωσε"
- συνώνυμο:
- παγώνω
3. Be cold
- "I could freeze to death in this office when the air conditioning is turned on"
- synonym:
- freeze
3. Είμαι κρύος
- "Θα μπορούσα να παγώσω μέχρι θανάτου σε αυτό το γραφείο όταν είναι ενεργοποιημένος ο κλιματισμός"
- συνώνυμο:
- παγώνω
4. Cause to freeze
- "Freeze the leftover food"
- synonym:
- freeze
4. Αιτία να παγώσει
- "Παγώστε το υπόλοιπο φαγητό"
- συνώνυμο:
- παγώνω
5. Stop a process or a habit by imposing a freeze on it
- "Suspend the aid to the war-torn country"
- synonym:
- freeze ,
- suspend
5. Σταματήστε μια διαδικασία ή μια συνήθεια επιβάλλοντας ένα πάγωμα σε αυτό
- "Αναστείλετε τη βοήθεια στη χώρα που έχει πολεμήσει"
- συνώνυμο:
- παγώνω ,
- αναστέλλω
6. Be very cold, below the freezing point
- "It is freezing in kalamazoo"
- synonym:
- freeze
6. Να είστε πολύ κρύοι, κάτω από το σημείο πήξης
- "Πάγωσε στο καλαμαζού"
- συνώνυμο:
- παγώνω
7. Change from a liquid to a solid when cold
- "Water freezes at 32 degrees fahrenheit"
- synonym:
- freeze ,
- freeze out ,
- freeze down
7. Αλλαγή από ένα υγρό σε ένα στερεό όταν κρυώνει
- "Το νερό παγώνει στους 32 βαθμούς φαρενάιτ"
- συνώνυμο:
- παγώνω
8. Prohibit the conversion or use of (assets)
- "Blocked funds"
- "Freeze the assets of this hostile government"
- synonym:
- freeze ,
- block ,
- immobilize ,
- immobilise
8. Απαγορεύστε τη μετατροπή ή τη χρήση (ασετσι)
- "Μπλοκαρισμένα κεφάλαια"
- "Πάγωμα των περιουσιακών στοιχείων αυτής της εχθρικής κυβέρνησης"
- συνώνυμο:
- παγώνω ,
- μπλοκ ,
- ακινητοποιώ ,
- ακινητοποίηση
9. Anesthetize by cold
- synonym:
- freeze
9. Αναισθητοποιήστε με κρύο
- συνώνυμο:
- παγώνω
10. Suddenly behave coldly and formally
- "She froze when she saw her ex-husband"
- synonym:
- freeze
10. Ξαφνικά συμπεριφέρεται ψυχρά και επίσημα
- "Πάγωσε όταν είδε τον πρώην σύζυγό της"
- συνώνυμο:
- παγώνω