Translation meaning & definition of the word "freewheeling" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ελεύθερος τροχός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Freewheeling
[Ελεύθερου τροχίσματος]/friwilɪŋ/
adjective
1. Free of restraints or rules
- "Freewheeling foolishness"
- "The versatility of his poetic freewheeling style"
- synonym:
- freewheeling
1. Χωρίς περιορισμούς ή κανόνες
- "Ελευθερία ανοησίας"
- "Η ευελιξία του ποιητικού ελεύθερου στυλ"
- συνώνυμο:
- ελεύθερο τροχοφόρο
2. Cheerfully irresponsible
- "Carefree with his money"
- "Freewheeling urban youths"
- "Had a harum-scarum youth"
- synonym:
- carefree ,
- devil-may-care ,
- freewheeling ,
- happy-go-lucky ,
- harum-scarum ,
- slaphappy
2. Χαρούμενα ανεύθυνος
- "Ανέμελος με τα χρήματά του"
- "Ελεύθεροι αστικοί νέοι"
- "Είχα μια νεολαία του τσαγιού"
- συνώνυμο:
- ανέμελος ,
- φροντίδα του Διαβόλου ,
- ελεύθερο τροχοφόρο ,
- ευτυχισμένος ,
- χαρούμ ,
- σλαφάπι