Translation meaning & definition of the word "freeman" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "φήμη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Freeman
[Φλεραμεν]/frimən/
noun
1. A person who is not a serf or a slave
- synonym:
- freeman ,
- freewoman
1. Ένας άνθρωπος που δεν είναι δουλοπάροικος ή σκλάβος
- συνώνυμο:
- φρισαλίδα ,
- ελεύθερη γυναίκα