Translation meaning & definition of the word "freaky" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φρεσκάδα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Freaky
[Φρικιό]/friki/
adjective
1. Strange and somewhat frightening
- "The whole experience was really freaky"
- synonym:
- freaky
1. Παράξενο και κάπως τρομακτικό
- "Η όλη εμπειρία ήταν πραγματικά φρικτή"
- συνώνυμο:
- φρικιό
2. Conspicuously or grossly unconventional or unusual
- "Restaurants of bizarre design--one like a hat, another like a rabbit"
- "Famed for his eccentric spelling"
- "A freakish combination of styles"
- "His off-the-wall antics"
- "The outlandish clothes of teenagers"
- "Outre and affected stage antics"
- synonym:
- bizarre ,
- eccentric ,
- freakish ,
- freaky ,
- flaky ,
- flakey ,
- gonzo ,
- off-the-wall ,
- outlandish ,
- outre
2. Εμφανώς ή κατάφωρα μη συμβατική ή ασυνήθιστη
- "Εστιατόρια παράξενου σχεδιασμού - ένα σαν καπέλο, ένα άλλο σαν κουνέλι"
- "Αφοσιώθηκε για την εκκεντρική ορθογραφία" του"
- "Ένας φρικτός συνδυασμός στυλ"
- "Οι αντίκες του εκτός τοίχου"
- "Τα εξωφρενικά ρούχα των εφήβων"
- "Εξωτερικές και επηρεασμένες αντικείμενα"
- συνώνυμο:
- παράξενος ,
- εκκεντρικόσ ,
- φρικτόσ ,
- φρικιό ,
- φλάκε ,
- νιφάδα ,
- γκόντσο ,
- εκτός τοίχου ,
- εξωφρενικόσ ,
- εξωτερικόσ