Translation meaning & definition of the word "fray" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρόσωπο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fray
[Φρέι]/fre/
noun
1. A noisy fight
- synonym:
- affray ,
- disturbance ,
- fray ,
- ruffle
1. Ένας θορυβώδης αγώνας
- συνώνυμο:
- προσβάλλω ,
- διαταραχή ,
- φρέι ,
- βάλτο
verb
1. Wear away by rubbing
- "The friction frayed the sleeve"
- synonym:
- fray ,
- frazzle
1. Φθείρετε μακριά τρίβοντας
- "Η τριβή φθείρει το μανίκι"
- συνώνυμο:
- φρέι ,
- αδύνατοσ
2. Cause friction
- "My sweater scratches"
- synonym:
- rub ,
- fray ,
- fret ,
- chafe ,
- scratch
2. Προκαλώ τριβή
- "Τα πουλόβερ μου γρατζουνιές"
- συνώνυμο:
- τρίβω ,
- φρέι ,
- τρέλα ,
- τσαλαπατώ ,
- γρατσουνιά