Translation meaning & definition of the word "fraud" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απάτη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fraud
[Απάτη]/frɔd/
noun
1. Intentional deception resulting in injury to another person
- synonym:
- fraud
1. Σκόπιμη εξαπάτηση με αποτέλεσμα τραυματισμό σε άλλο άτομο
- συνώνυμο:
- απάτη
2. A person who makes deceitful pretenses
- synonym:
- imposter ,
- impostor ,
- pretender ,
- fake ,
- faker ,
- fraud ,
- sham ,
- shammer ,
- pseudo ,
- pseud ,
- role player
2. Ένα άτομο που κάνει απατηλές προσποιήσεις
- συνώνυμο:
- απατεώνασ ,
- προσποιητήσ ,
- ψεύτικοσ ,
- απάτη ,
- σαμ ,
- αποτυχημένοσ ,
- ψευδο ,
- ψευδοψευδο ,
- παίκτης ρόλων
3. Something intended to deceive
- Deliberate trickery intended to gain an advantage
- synonym:
- fraud ,
- fraudulence ,
- dupery ,
- hoax ,
- humbug ,
- put-on
3. Κάτι που προορίζεται να εξαπατήσει
- Σκόπιμη απάτη που προορίζεται να αποκτήσει ένα πλεονέκτημα
- συνώνυμο:
- απάτη ,
- παπαρούνα ,
- φάρσα ,
- αναταραχή ,
- παρακαμφθεί
Examples of using
The FTC nailed down new evidence in the fraud investigation.
Η ΕΣΕ κατέγραψε νέα στοιχεία στην έρευνα για την απάτη.
As far as I know, he wasn't involved in that fraud scheme.
Από όσο γνωρίζω, δεν συμμετείχε σε αυτό το πρόγραμμα απάτης.
To the best of my knowledge, he wasn't involved in that fraud scheme.
Από όσο γνωρίζω, δεν συμμετείχε σε αυτό το πρόγραμμα απάτης.