Translation meaning & definition of the word "fraternity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αδελφότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fraternity
[Αδελφότητα]/frətərnəti/
noun
1. A social club for male undergraduates
- synonym:
- fraternity ,
- frat
1. Ένας κοινωνικός σύλλογος για άνδρες προπτυχιακούς φοιτητές
- συνώνυμο:
- αδελφότητα ,
- φραντ
2. People engaged in a particular occupation
- "The medical fraternity"
- synonym:
- brotherhood ,
- fraternity ,
- sodality
2. Άτομα που ασχολούνται με μια συγκεκριμένη επάγγελμα
- "Η ιατρική αδελφότητα"
- συνώνυμο:
- αδελφότητα ,
- αναπηρία
Examples of using
"Liberty, equality, fraternity" is also the national motto of Haiti.
"Ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα" είναι επίσης το εθνικό σύνθημα της Αϊτής.