Translation meaning & definition of the word "fraternal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αδελφική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fraternal
[Αδελφικόσ]/frətərnəl/
adjective
1. Of or relating to a fraternity or society of usually men
- "A fraternal order"
- synonym:
- fraternal
1. Από ή σχετίζονται με την αδελφότητα ή την κοινωνία των συνήθως ανδρών
- "Αδελφική τάξη"
- συνώνυμο:
- αδελφικόσ
2. (of twins) derived from two separate fertilized ova
- "Fraternal twins are biovular"
- synonym:
- fraternal ,
- biovular
2. (όφια δίδυμα) που προέρχονται από δύο ξεχωριστά γονιμοποιημένα ωάρια
- "Τα δίδυμα είναι βιολογικά"
- συνώνυμο:
- αδελφικόσ ,
- βιολογική
3. Like or characteristic of or befitting a brother
- "Brotherly feelings"
- "Close fraternal ties"
- synonym:
- brotherly ,
- brotherlike ,
- fraternal
3. Όπως ή χαρακτηριστικό ή τοποθέτηση ενός αδελφού
- "Αδελφικά συναισθήματα"
- "Κλειστοί αδελφικοί δεσμοί"
- συνώνυμο:
- αδελφικόσ ,
- αδελφοειδήσ