Translation meaning & definition of the word "frantic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φρενήρης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Frantic
[Φραντικόσ]/fræntɪk/
adjective
1. Excessively agitated
- Distraught with fear or other violent emotion
- "Frantic with anger and frustration"
- "Frenetic screams followed the accident"
- "A frenzied look in his eye"
- synonym:
- frantic ,
- frenetic ,
- phrenetic ,
- frenzied
1. Υπερβολικά ταραγμένος
- Αναστατωμένος από το φόβο ή άλλο βίαιο συναίσθημα
- "Φρενήρης με θυμό και απογοήτευση"
- "Οι φρενήρεις κραυγές ακολούθησαν το ατύχημα"
- "Ένα φρενήρες βλέμμα στα μάτια του"
- συνώνυμο:
- ξέφρενοσ ,
- φρενιτική ,
- φρενωτική ,
- φρενήρησ
2. Marked by uncontrolled excitement or emotion
- "A crowd of delirious baseball fans"
- "Something frantic in their gaiety"
- "A mad whirl of pleasure"
- synonym:
- delirious ,
- excited ,
- frantic ,
- mad ,
- unrestrained
2. Χαρακτηρίζεται από ανεξέλεγκτο ενθουσιασμό ή συναίσθημα
- "Ένα πλήθος παραληρηματικών οπαδών του μπέιζμπολ"
- "Κάτι ξέφρενο στην ευθυμία τους"
- "Μια τρελή ανεμοστρόβιλος ευχαρίστησης"
- συνώνυμο:
- παραληρηματικόσ ,
- ενθουσιασμένος ,
- ξέφρενοσ ,
- τρελός ,
- ανεξέλεγκτη
Examples of using
You did a lot of work in frantic haste.
Κάνατε πολλή δουλειά με ξέφρενη βιασύνη.