Translation meaning & definition of the word "franklin" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φραγκλίνο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Franklin
[Φράνκλιν]/fræŋklɪn/
noun
1. United states historian noted for studies of black american history (born in 1915)
- synonym:
- Franklin ,
- John Hope Franklin
1. Ιστορικός των ηνωμένων πολιτειών σημείωσε για μελέτες της ιστορίας της μαύρης αμερικής (γεννημένο το 1915)
- συνώνυμο:
- Φράνκλιν ,
- Τζον Ελπίζ Φράνκλιν
2. Printer whose success as an author led him to take up politics
- He helped draw up the declaration of independence and the constitution
- He played a major role in the american revolution and negotiated french support for the colonists
- As a scientist he is remembered particularly for his research in electricity (1706-1790)
- synonym:
- Franklin ,
- Benjamin Franklin
2. Εκτυπωτής του οποίου η επιτυχία ως συγγραφέας τον οδήγησε να αναλάβει την πολιτική
- Συνέβαλε στη διακήρυξη της ανεξαρτησίας και του συντάγματος
- Έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αμερικανική επανάσταση και διαπραγματεύτηκε τη γαλλική υποστήριξη προς τους αποίκους
- Ως επιστήμονας θυμάται ιδιαίτερα για την έρευνά του στην ηλεκτρική ενέργεια (1706-1790)
- συνώνυμο:
- Φράνκλιν ,
- Μπέντζαμιν Φράνκλιν
3. A landowner (14th and 15th centuries) who was free but not of noble birth
- synonym:
- franklin
3. Ένας γαιοκτήμονας (14ος και 15ος αιώνας) που ήταν ελεύθερος αλλά όχι ευγενής γέννηση
- συνώνυμο:
- φράνκλιν