Translation meaning & definition of the word "franchise" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλασικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Franchise
[Φραγκίσκο]/frænʧaɪz/
noun
1. An authorization to sell a company's goods or services in a particular place
- synonym:
- franchise
1. Άδεια πώλησης αγαθών ή υπηρεσιών μιας εταιρείας σε συγκεκριμένο τόπο
- συνώνυμο:
- προνόμιο
2. A business established or operated under an authorization to sell or distribute a company's goods or services in a particular area
- synonym:
- franchise ,
- dealership
2. Μια επιχείρηση που είναι εγκατεστημένη ή λειτουργεί με άδεια πώλησης ή διανομής αγαθών ή υπηρεσιών μιας εταιρείας σε συγκεκριμένο χώρο
- συνώνυμο:
- προνόμιο ,
- αντιπροσωπεία
3. A statutory right or privilege granted to a person or group by a government (especially the rights of citizenship and the right to vote)
- synonym:
- franchise ,
- enfranchisement
3. Νόμιμο δικαίωμα ή προνόμιο που χορηγείται σε πρόσωπο ή ομάδα από κυβέρνηση ( -ιδίως τα δικαιώματα της ιθαγένειας και το δικαίωμα ψήφου)
- συνώνυμο:
- προνόμιο ,
- εκπομπή
verb
1. Grant a franchise to
- synonym:
- franchise
1. Παραχωρώ προνόμιο
- συνώνυμο:
- προνόμιο