Translation meaning & definition of the word "framing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πλαισίωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Framing
[Πλαισίωση]/fremɪŋ/
noun
1. Formulation of the plans and important details
- "The framing of judicial decrees"
- synonym:
- framing
1. Διατύπωση των σχεδίων και σημαντικές λεπτομέρειες
- "Η επιβολή δικαστικών διαταγμάτων"
- συνώνυμο:
- πλαισίωση
2. A framework that supports and protects a picture or a mirror
- "The frame enhances but is not itself the subject of attention"
- "The frame was much more valuable than the miror it held"
- synonym:
- frame ,
- framing
2. Ένα πλαίσιο που υποστηρίζει και προστατεύει μια εικόνα ή έναν καθρέφτη
- "Το πλαίσιο ενισχύει αλλά δεν είναι το ίδιο το θέμα της προσοχής"
- "Το πλαίσιο ήταν πολύ πιο πολύτιμο από τον καθρέφτη που κρατούσε"
- συνώνυμο:
- πλαίσιο ,
- πλαισίωση