Translation meaning & definition of the word "framed" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πλαισιωμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Framed
[Πλαισιωμένο]/fremd/
adjective
1. Provided with a frame
- "There were framed snapshots of family and friends on her desk"
- synonym:
- framed
1. Παρέχεται με ένα πλαίσιο
- "Υπήρχαν πλαισιωμένα στιγμιότυπα οικογένειας και φίλων στο γραφείο της"
- συνώνυμο:
- πλαισιωμένο
Examples of using
Have you framed those paintings I brought in last week?
Έχετε πλαισιώσει τους πίνακες που έφερα την περασμένη εβδομάδα?