Translation meaning & definition of the word "frame" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πλαίσιο" στην ελληνική γλώσσα
Frame
[Πλαίσιο]noun
1. The framework for a pair of eyeglasses
- synonym:
- frame
1. Το πλαίσιο για ένα ζευγάρι γυαλιά
- συνώνυμο:
- πλαίσιο
2. A single one of a series of still transparent pictures forming a cinema, television or video film
- synonym:
- frame
2. Μια σειρά από ακόμα διαφανείς εικόνες που σχηματίζουν μια ταινία κινηματογράφου, τηλεόρασης ή βίντεο
- συνώνυμο:
- πλαίσιο
3. Alternative names for the body of a human being
- "Leonardo studied the human body"
- "He has a strong physique"
- "The spirit is willing but the flesh is weak"
- synonym:
- human body ,
- physical body ,
- material body ,
- soma ,
- build ,
- figure ,
- physique ,
- anatomy ,
- shape ,
- bod ,
- chassis ,
- frame ,
- form ,
- flesh
3. Εναλλακτικές ονομασίες για το σώμα ενός ανθρώπου
- "Ο λεονάρντο μελέτησε το ανθρώπινο σώμα"
- "Έχει ισχυρή σωματική διάπλαση"
- "Το πνεύμα είναι πρόθυμο, αλλά η σάρκα είναι αδύναμη"
- συνώνυμο:
- ανθρώπινο σώμα ,
- φυσικό σώμα ,
- υλικό σώμα ,
- σομα ,
- κατασκευή ,
- σχήμα ,
- σωματική διάπλαση ,
- ανατομία ,
- μπούστο ,
- πλαίσιο ,
- φόρμα ,
- σάρκα
4. (baseball) one of nine divisions of play during which each team has a turn at bat
- synonym:
- inning ,
- frame
4. (βασεμπαλ) ένα από τα εννέα τμήματα του παιχνιδιού κατά τη διάρκεια του οποίου κάθε ομάδα έχει μια στροφή στο ρόπαλο
- συνώνυμο:
- εισ την ,
- πλαίσιο
5. A single drawing in a comic strip
- synonym:
- frame
5. Ένα μόνο σχέδιο σε μια κωμική λωρίδα
- συνώνυμο:
- πλαίσιο
6. An application that divides the user's display into two or more windows that can be scrolled independently
- synonym:
- frame
6. Μια εφαρμογή που χωρίζει την οθόνη του χρήστη σε δύο ή περισσότερα παράθυρα που μπορούν να κυκλοφορούν ανεξάρτητα
- συνώνυμο:
- πλαίσιο
7. A system of assumptions and standards that sanction behavior and give it meaning
- synonym:
- frame of reference ,
- frame
7. Ένα σύστημα υποθέσεων και προτύπων που επιβάλλουν κυρώσεις στη συμπεριφορά και της δίνουν νόημα
- συνώνυμο:
- πλαίσιο αναφοράς ,
- πλαίσιο
8. The hard structure (bones and cartilages) that provides a frame for the body of an animal
- synonym:
- skeletal system ,
- skeleton ,
- frame ,
- systema skeletale
8. Η σκληρή δομή (βόνες και χόνδροι) που παρέχει ένα πλαίσιο για το σώμα ενός ζώου
- συνώνυμο:
- σκελετικό σύστημα ,
- σκελετός ,
- πλαίσιο ,
- σκελετοί συστήματος
9. The internal supporting structure that gives an artifact its shape
- "The building has a steel skeleton"
- synonym:
- skeleton ,
- skeletal frame ,
- frame ,
- underframe
9. Η εσωτερική δομή υποστήριξης που δίνει ένα τεχνούργημα το σχήμα του
- "Το κτίριο έχει ένα σκελετό χάλυβα"
- συνώνυμο:
- σκελετός ,
- σκελετικό πλαίσιο ,
- πλαίσιο ,
- υποπλαίσιο
10. A framework that supports and protects a picture or a mirror
- "The frame enhances but is not itself the subject of attention"
- "The frame was much more valuable than the miror it held"
- synonym:
- frame ,
- framing
10. Ένα πλαίσιο που υποστηρίζει και προστατεύει μια εικόνα ή έναν καθρέφτη
- "Το πλαίσιο ενισχύει αλλά δεν είναι το ίδιο το θέμα της προσοχής"
- "Το πλαίσιο ήταν πολύ πιο πολύτιμο από τον καθρέφτη που κρατούσε"
- συνώνυμο:
- πλαίσιο ,
- πλαισίωση
11. One of the ten divisions into which bowling is divided
- synonym:
- frame
11. Μία από τις δέκα κατηγορίες στις οποίες χωρίζεται το μπόουλινγκ
- συνώνυμο:
- πλαίσιο
verb
1. Enclose in or as if in a frame
- "Frame a picture"
- synonym:
- frame ,
- frame in ,
- border
1. Περικλείεται μέσα ή σαν σε ένα πλαίσιο
- "Πλαίσιο μιας εικόνας"
- συνώνυμο:
- πλαίσιο ,
- πλαίσιο σε ,
- σύνορα
2. Enclose in a frame, as of a picture
- synonym:
- frame
2. Περικλείεται σε ένα πλαίσιο, ως εικόνα
- συνώνυμο:
- πλαίσιο
3. Take or catch as if in a snare or trap
- "I was set up!"
- "The innocent man was framed by the police"
- synonym:
- ensnare ,
- entrap ,
- frame ,
- set up
3. Πάρτε ή πιάστε σαν να είναι σε ένα σφύριγμα ή παγίδα
- "Στήθηκα!"
- "Ο αθώος άνθρωπος πλαισίωσε η αστυνομία"
- συνώνυμο:
- εντάσσω ,
- παγιδεύω ,
- πλαίσιο ,
- στήνω
4. Formulate in a particular style or language
- "I wouldn't put it that way"
- "She cast her request in very polite language"
- synonym:
- frame ,
- redact ,
- cast ,
- put ,
- couch
4. Διατυπώστε σε ένα συγκεκριμένο στυλ ή γλώσσα
- "Δεν θα το έβαζα έτσι"
- "Έβαλε το αίτημά της σε πολύ ευγενική γλώσσα"
- συνώνυμο:
- πλαίσιο ,
- επαναλαμβάνω ,
- κατασκευάζω ,
- βάζω ,
- καναπές
5. Make up plans or basic details for
- "Frame a policy"
- synonym:
- frame ,
- compose ,
- draw up
5. Κάντε σχέδια ή βασικές λεπτομέρειες για
- "Πλαίσιο πολιτικής"
- συνώνυμο:
- πλαίσιο ,
- συνθέτω ,
- επιστρατεύω
6. Construct by fitting or uniting parts together
- synonym:
- frame ,
- frame up
6. Κατασκευάστε με την τοποθέτηση ή την ένωση των μερών μαζί
- συνώνυμο:
- πλαίσιο ,
- πλαισιώνω