Translation meaning & definition of the word "fragmented" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κατακερματισμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fragmented
[Κατακερματισμένο]/frægməntɪd/
adjective
1. Having been divided
- Having the unity destroyed
- "Congress...gave the impression of...a confusing sum of disconnected local forces"-samuel lubell
- "A league of disunited nations"- e.b.white
- "A fragmented coalition"
- "A split group"
- synonym:
- disconnected ,
- disunited ,
- fragmented ,
- split
1. Έχοντας διχάσει
- Έχοντας καταστραφεί η ενότητα
- "Η συγχωνευτική ομάδα έδειξε την εντύπωση ενός συγκεχυμένου αθροίσματος αποσυνδεδεμένων τοπικών δυνάμεων"-σαμουέλ λούμπελ.
- "Ένα πρωτάθλημα διασυνδεδεμένων εθνών"- ε.β.λευκό
- "Ένας κατακερματισμένος συνασπισμός"
- "Μια διαιρεμένη ομάδα"
- συνώνυμο:
- αποσυνδεδεμένο ,
- διαχωρισμένοσ ,
- κατακερματισμένος ,
- διαίρεση