Translation meaning & definition of the word "fragile" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εύθραυστο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fragile
[Εύθραυστος]/fræʤəl/
adjective
1. Easily broken or damaged or destroyed
- "A kite too delicate to fly safely"
- "Fragile porcelain plates"
- "Fragile old bones"
- "A frail craft"
- synonym:
- delicate ,
- fragile ,
- frail
1. Εύκολα σπασμένος ή κατεστραμμένος ή κατεστραμμένος
- "Ένας χαρταετός είναι πολύ ευαίσθητος για να πετάξει με ασφάλεια"
- "Εύθραυστες πλάκες πορσελάνης"
- "Εύθραυστα παλιά οστά"
- "Ένα εύθραυστο σκάφος"
- συνώνυμο:
- λεπτός ,
- εύθραυστοσ
2. Vulnerably delicate
- "She has the fragile beauty of youth"
- synonym:
- fragile
2. Ευάλωτα λεπτός
- "Έχει την εύθραυστη ομορφιά της νεότητας"
- συνώνυμο:
- εύθραυστοσ
3. Lacking substance or significance
- "Slight evidence"
- "A tenuous argument"
- "A thin plot"
- A fragile claim to fame"
- synonym:
- flimsy ,
- fragile ,
- slight ,
- tenuous ,
- thin
3. Έλλειψη ουσίας ή σημασίας
- "Ελαφρά αποδεικτικά στοιχεία"
- "Ένα επιχείρημα"
- "Μια λεπτή πλοκή"
- Ένας εύθραυστος ισχυρισμός για φήμη"
- συνώνυμο:
- αδύνατοσ ,
- εύθραυστοσ ,
- ελαφρύς ,
- επίμονοσ ,
- λεπτός
Examples of using
The model plane they built was fragile.
Το αεροπλάνο που κατασκεύασαν ήταν εύθραυστο.
Could you put these fragile things in a safe place?
Θα μπορούσατε να βάλετε αυτά τα εύθραυστα πράγματα σε ένα ασφαλές μέρος?