Translation meaning & definition of the word "fracture" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κατάγμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fracture
[Κάταγμα]/frækʧər/
noun
1. Breaking of hard tissue such as bone
- "It was a nasty fracture"
- "The break seems to have been caused by a fall"
- synonym:
- fracture ,
- break
1. Σπάσιμο του σκληρού ιστού όπως το οστό
- "Ήταν ένα απεχθές κάταγμα"
- "Το διάλειμμα φαίνεται να έχει προκληθεί από μια πτώση"
- συνώνυμο:
- κάταγμα ,
- σπάω
2. (geology) a crack in the earth's crust resulting from the displacement of one side with respect to the other
- "They built it right over a geological fault"
- "He studied the faulting of the earth's crust"
- synonym:
- fault ,
- faulting ,
- geological fault ,
- shift ,
- fracture ,
- break
2. (γεωλογία) μια ρωγμή στο φλοιό της γης που προκύπτει από την εκτόπιση της μιας πλευράς σε σχέση με την άλλη
- "Το έχτισαν ακριβώς πάνω από ένα γεωλογικό ρήγμα"
- "Μελέτησε το ρήγμα του φλοιού της γης"
- συνώνυμο:
- λάθος ,
- ελαττώματα ,
- γεωλογικό ρήγμα ,
- μετατόπιση ,
- κάταγμα ,
- σπάω
3. The act of cracking something
- synonym:
- fracture ,
- crack ,
- cracking
3. Η πράξη του να σπάσεις κάτι
- συνώνυμο:
- κάταγμα ,
- ραβδίζω ,
- ρωγμή
verb
1. Violate or abuse
- "This writer really fractures the language"
- synonym:
- fracture
1. Παραβιάζει ή κακοποιεί
- "Αυτός ο συγγραφέας καταρρέει πραγματικά τη γλώσσα"
- συνώνυμο:
- κάταγμα
2. Interrupt, break, or destroy
- "Fracture the balance of power"
- synonym:
- fracture
2. Διακοπή, σπάσιμο ή καταστροφή
- "Καταρρίψτε την ισορροπία δυνάμεων"
- συνώνυμο:
- κάταγμα
3. Break into pieces
- "The pothole fractured a bolt on the axle"
- synonym:
- fracture
3. Σπάω σε κομμάτια
- "Η λακκούβα έσπασε ένα μπουλόνι στον άξονα"
- συνώνυμο:
- κάταγμα
4. Become fractured
- "The tibia fractured from the blow of the iron pipe"
- synonym:
- fracture
4. Σπάω
- "Η κνήμη έσπασε από το χτύπημα του σιδερένιου σωλήνα"
- συνώνυμο:
- κάταγμα
5. Break (a bone)
- "She broke her clavicle"
- synonym:
- fracture
5. Σπάσιμο (α οστε)
- "Σπάσε την κλείδα της"
- συνώνυμο:
- κάταγμα
6. Fracture a bone of
- "I broke my foot while playing hockey"
- synonym:
- fracture ,
- break
6. Σπάζοντας ένα κόκαλο
- "Σπάσαμε το πόδι μου ενώ παίζαμε χόκεϊ"
- συνώνυμο:
- κάταγμα ,
- σπάω