Translation meaning & definition of the word "fraction" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλάσμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fraction
[Κλάσμα]/frækʃən/
noun
1. A component of a mixture that has been separated by a fractional process
- synonym:
- fraction
1. Ένα συστατικό ενός μείγματος που έχει διαχωριστεί με μια κλασματική διαδικασία
- συνώνυμο:
- κλάσμα
2. A small part or item forming a piece of a whole
- synonym:
- fraction
2. Ένα μικρό μέρος ή στοιχείο που σχηματίζει ένα κομμάτι ενός συνόλου
- συνώνυμο:
- κλάσμα
3. The quotient of two rational numbers
- synonym:
- fraction
3. Το πηλίκο δύο ρητών αριθμών
- συνώνυμο:
- κλάσμα
verb
1. Perform a division
- "Can you divide 49 by seven?"
- synonym:
- divide ,
- fraction
1. Εκτελέστε μια διαίρεση
- "Μπορείς να διαιρέσεις το 49 με το επτά?"
- συνώνυμο:
- διαιρώ ,
- κλάσμα
Examples of using
Computers can perform a very complicated task in a fraction of a second.
Οι υπολογιστές μπορούν να εκτελέσουν μια πολύ περίπλοκη εργασία σε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου.
Computers can perform a very complicated task in a fraction of a second.
Οι υπολογιστές μπορούν να εκτελέσουν μια πολύ περίπλοκη εργασία σε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου.