Translation meaning & definition of the word "foxy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "οξυ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Foxy
[Φοξυ]/fɑksi/
adjective
1. Marked by skill in deception
- "Cunning men often pass for wise"
- "Deep political machinations"
- "A foxy scheme"
- "A slick evasive answer"
- "Sly as a fox"
- "Tricky dick"
- "A wily old attorney"
- synonym:
- crafty ,
- cunning ,
- dodgy ,
- foxy ,
- guileful ,
- knavish ,
- slick ,
- sly ,
- tricksy ,
- tricky ,
- wily
1. Χαρακτηρίζεται από δεξιότητα στην εξαπάτηση
- "Οι πονηροί άνθρωποι συχνά περνούν για σοφούς"
- "Βαθιές πολιτικές μηχανορραφίες"
- "Ένα εξασθενημένο σχέδιο"
- "Μια απάντηση αποφυγής λειτουργίας"
- "Πολύ σαν αλεπού"
- "Τρίκυκλο πουλί"
- "Ένας παλιός δικηγόρος"
- συνώνυμο:
- επιδέξια ,
- πονηρόσ ,
- ντόντι ,
- φοξ ,
- εύθυμοσ ,
- πανούργοσ ,
- παίζω ,
- πονηρός ,
- τεχνητός ,
- δύσκολος ,
- πεισματάρησ