Translation meaning & definition of the word "foxhole" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αλεξίπτωτο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Foxhole
[Φόξορφο]/fɑkshoʊl/
noun
1. A small dugout with a pit for individual shelter against enemy fire
- synonym:
- foxhole ,
- fox hole
1. Μια μικρή σκάλα με ένα λάκκο για το ατομικό καταφύγιο ενάντια στην εχθρική φωτιά
- συνώνυμο:
- αλεπού ,
- τρύπα αλεπού