Translation meaning & definition of the word "foxglove" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αγάπη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Foxglove
[Φόξγκλουβ]/fɑksgləv/
noun
1. Any of several plants of the genus digitalis
- synonym:
- foxglove ,
- digitalis
1. Οποιοδήποτε από τα πολλά φυτά του γένους ψηφιοποίηση
- συνώνυμο:
- αλεπούδα ,
- ψηφιακή