Translation meaning & definition of the word "foul" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ψεύτικο" στην ελληνική γλώσσα
Foul
[Φάουλ]noun
1. An act that violates the rules of a sport
- synonym:
- foul
1. Μια πράξη που παραβιάζει τους κανόνες ενός αθλήματος
- συνώνυμο:
- φάουλ
verb
1. Hit a foul ball
- synonym:
- foul
1. Χτυπώ μια φάουλ μπάλα
- συνώνυμο:
- φάουλ
2. Make impure
- "The industrial wastes polluted the lake"
- synonym:
- pollute ,
- foul ,
- contaminate
2. Ακάθαρτος
- "Τα βιομηχανικά απόβλητα μόλυναν τη λίμνη"
- συνώνυμο:
- ρυπαίνω ,
- φάουλ ,
- μολύνω
3. Become or cause to become obstructed
- "The leaves clog our drains in the fall"
- "The water pipe is backed up"
- synonym:
- clog ,
- choke off ,
- clog up ,
- back up ,
- congest ,
- choke ,
- foul
3. Γίνετε ή προκαλέστε το εμπόδιο
- "Τα φύλλα φράζουν τις αποχετεύσεις μας το φθινόπωρο"
- "Ο σωλήνας νερού υποστηρίζεται"
- συνώνυμο:
- φράζω ,
- πνίγομαι ,
- υποστηρίζω ,
- συμφωνώ ,
- πνίγω ,
- φάουλ
4. Commit a foul
- Break the rules
- synonym:
- foul
4. Αποφεύγω
- Σπάστε τους κανόνες
- συνώνυμο:
- φάουλ
5. Spot, stain, or pollute
- "The townspeople defiled the river by emptying raw sewage into it"
- synonym:
- foul ,
- befoul ,
- defile ,
- maculate
5. Σημείο, λεκές ή μολύνει
- "Οι κάτοικοι της πόλης μόλυναν τον ποταμό εκκενώνοντας ακατέργαστα λύματα σε αυτόν"
- συνώνυμο:
- φάουλ ,
- αποτυχία ,
- μολύνω ,
- ωριμάζω
6. Make unclean
- "Foul the water"
- synonym:
- foul
6. Κάνω ακάθαρτο
- "Απλά το νερό"
- συνώνυμο:
- φάουλ
7. Become soiled and dirty
- synonym:
- foul
7. Γίνετε λερωμένοι και βρώμικοι
- συνώνυμο:
- φάουλ
adjective
1. Highly offensive
- Arousing aversion or disgust
- "A disgusting smell"
- "Distasteful language"
- "A loathsome disease"
- "The idea of eating meat is repellent to me"
- "Revolting food"
- "A wicked stench"
- synonym:
- disgusting ,
- disgustful ,
- distasteful ,
- foul ,
- loathly ,
- loathsome ,
- repellent ,
- repellant ,
- repelling ,
- revolting ,
- skanky ,
- wicked ,
- yucky
1. Εξαιρετικά προσβλητικό
- Προκαλώντας αποστροφή ή αηδία
- "Αηδιαστική μυρωδιά"
- "Κακή γλώσσα"
- "Μια απεχθής ασθένεια"
- "Η ιδέα της κατανάλωσης κρέατος είναι απωθητική για μένα"
- "Αναβολή τροφίμων"
- "Μια κακή δυσωδία"
- συνώνυμο:
- αηδιαστικό ,
- αηδιαστικός ,
- φάουλ ,
- αηδιαστικά ,
- απεχθής ,
- απωθητικό ,
- απώθηση ,
- εξεγερμένοσ ,
- απατεώνασ ,
- κακός ,
- τυχερός
2. Offensively malodorous
- "A foul odor"
- "The kitchen smelled really funky"
- synonym:
- fetid ,
- foetid ,
- foul ,
- foul-smelling ,
- funky ,
- noisome ,
- smelly ,
- stinking ,
- ill-scented
2. Επιθετικά κακόδουλο
- "Μια άσχημη μυρωδιά"
- "Η κουζίνα μύριζε πραγματικά αστείο"
- συνώνυμο:
- φετίχ ,
- εμβρυοειδήσ ,
- φάουλ ,
- φουλάρι-μυρωδιά ,
- αστείος ,
- θορυβώδησ ,
- δύσοσμα ,
- βρωμάει ,
- αναξιοπρεπήσ
3. Violating accepted standards or rules
- "A dirty fighter"
- "Used foul means to gain power"
- "A nasty unsporting serve"
- "Fined for unsportsmanlike behavior"
- synonym:
- cheating(a) ,
- dirty ,
- foul ,
- unsporting ,
- unsportsmanlike
3. Παραβίαση αποδεκτών προτύπων ή κανόνων
- "Ένας βρώμικος μαχητής"
- "Χρησιμοποιημένο φάουλ σημαίνει να αποκτήσεις δύναμη"
- "Ένα δυσάρεστο αντιαθλητικό εξυπηρετεί"
- "Διευθετημένος για την αντιαθλητική συμπεριφορά"
- συνώνυμο:
- εξαπάτηση( ,
- βρώμικος ,
- φάουλ ,
- αναφορά ,
- αντιαθλητικόσ
4. (of a baseball) not hit between the foul lines
- synonym:
- foul
4. ( ενός μπέιζμπολ) δεν χτύπησε μεταξύ των φάουλ γραμμών
- συνώνυμο:
- φάουλ
5. (of a manuscript) defaced with changes
- "Foul (or dirty) copy"
- synonym:
- dirty ,
- foul ,
- marked-up
5. ( ενός χειρογράφου ) ξεπερασμένο με αλλαγές
- "Ψυχή ( βρώμικο) αντίγραφο"
- συνώνυμο:
- βρώμικος ,
- φάουλ ,
- σημαδεμένος
6. Characterized by obscenity
- "Had a filthy mouth"
- "Foul language"
- "Smutty jokes"
- synonym:
- cruddy ,
- filthy ,
- foul ,
- nasty ,
- smutty
6. Χαρακτηρίζεται από αισχρότητα
- "Έχω ένα βρώμικο στόμα"
- "Απατηλή γλώσσα"
- "Λεπτά αστεία"
- συνώνυμο:
- παχουλός ,
- βρωμερόσ ,
- φάουλ ,
- άσχημοσ ,
- αποτυχία
7. Disgustingly dirty
- Filled or smeared with offensive matter
- "As filthy as a pigsty"
- "A foul pond"
- "A nasty pigsty of a room"
- synonym:
- filthy ,
- foul ,
- nasty
7. Αηδιαστικά βρώμικα
- Γεμάτο ή λερωμένο με επιθετική ύλη
- "Τόσο βρώμικο όσο ένα χοιρίδιο"
- "Μια φάουλ λίμνη"
- "Ένα δυσάρεστο γουρουνάκι ενός δωματίου"
- συνώνυμο:
- βρωμερόσ ,
- φάουλ ,
- άσχημοσ
8. Especially of a ship's lines etc
- "With its sails afoul"
- "A foul anchor"
- synonym:
- afoul(ip) ,
- foul ,
- fouled
8. Ειδικά των γραμμών ενός πλοίου κ.λπ
- "Με τα πανιά του"
- "Μια φάουλ άγκυρα"
- συνώνυμο:
- αφουλ(ηπ) ,
- φάουλ ,
- ανακατώνω