Translation meaning & definition of the word "fostering" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προώθηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fostering
[Προώθηση]/fɑstərɪŋ/
noun
1. Encouragement
- Aiding the development of something
- synonym:
- fostering ,
- fosterage
1. Ενθάρρυνση
- Βοηθώντας την ανάπτυξη κάποιου πράγματος
- συνώνυμο:
- προώθηση
2. Helping someone grow up to be an accepted member of the community
- "They debated whether nature or nurture was more important"
- synonym:
- breeding ,
- bringing up ,
- fostering ,
- fosterage ,
- nurture ,
- raising ,
- rearing ,
- upbringing
2. Βοηθώντας κάποιον να μεγαλώσει για να γίνει αποδεκτό μέλος της κοινότητας
- "Συζήτησαν αν η φύση ή η ανατροφή ήταν πιο σημαντική"
- συνώνυμο:
- αναπαραγωγή ,
- ανατρέφω ,
- προώθηση ,
- ανατροφή ,
- αύξηση ,
- εκτροφή