Translation meaning & definition of the word "fossil" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απολιθώματα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fossil
[Απολίθωση]/fɑsəl/
noun
1. Someone whose style is out of fashion
- synonym:
- dodo ,
- fogy ,
- fogey ,
- fossil
1. Κάποιος του οποίου το στυλ είναι εκτός μόδας
- συνώνυμο:
- ντόντο ,
- φόγκι ,
- φιγαλιάρησ ,
- απολιθωμένο
2. The remains (or an impression) of a plant or animal that existed in a past geological age and that has been excavated from the soil
- synonym:
- fossil
2. Τα υπολείμματα ( ή εντύπωση) ενός φυτού ή ζώου που υπήρχε σε προηγούμενη γεωλογική εποχή και έχει ανασκαφεί από το έδαφος
- συνώνυμο:
- απολιθωμένο
adjective
1. Characteristic of a fossil
- synonym:
- fossil
1. Χαρακτηριστικό ενός απολιθωμένου
- συνώνυμο:
- απολιθωμένο
Examples of using
What I have in my hand is a fossil seashell.
Αυτό που έχω στο χέρι μου είναι ένα απολιθωμένο κοχύλι.
He is a living fossil!
Είναι ένα ζωντανό απολίθωμα!