Translation meaning & definition of the word "forwarding" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προώθηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Forwarding
[Προώθηση]/fɔrwərdɪŋ/
noun
1. The act of sending on to another destination
- "The forwarding of mail to a new address is done automatically"
- "The forwarding of resumes to the personnel department"
- synonym:
- forwarding
1. Η πράξη της αποστολής σε άλλο προορισμό
- "Η προώθηση της αλληλογραφίας σε μια νέα διεύθυνση γίνεται αυτόματα"
- "Η αποστολή βιογραφικών στο τμήμα προσωπικού"
- συνώνυμο:
- προώθηση
2. The advancement of some enterprise
- "His experience in marketing resulted in the forwarding of his career"
- synonym:
- forwarding ,
- furtherance ,
- promotion
2. Η πρόοδος κάποιας επιχείρησης
- "Η εμπειρία του στο μάρκετινγκ είχε ως αποτέλεσμα την προώθηση της καριέρας του"
- συνώνυμο:
- προώθηση ,
- προαγωγή