Translation meaning & definition of the word "forward" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπροστά" στην ελληνική γλώσσα
Forward
[Εμπρός]noun
1. The person who plays the position of forward in certain games, such as basketball, soccer, or hockey
- synonym:
- forward
1. Το άτομο που παίζει τη θέση του προς τα εμπρός σε ορισμένα παιχνίδια, όπως μπάσκετ, ποδόσφαιρο ή χόκεϊ
- συνώνυμο:
- προχωρώ
2. A position on a basketball, soccer, or hockey team
- synonym:
- forward
2. Μια θέση σε μια ομάδα μπάσκετ, ποδοσφαίρου ή χόκεϊ
- συνώνυμο:
- προχωρώ
verb
1. Send or ship onward from an intermediate post or station in transit
- "Forward my mail"
- synonym:
- forward ,
- send on
1. Αποστολή ή αποστολή από ενδιάμεσο ταχυδρομείο ή σταθμό κατά τη μεταφορά
- "Προώθηση της αλληλογραφίας μου"
- συνώνυμο:
- προχωρώ ,
- στέλνω
adjective
1. At or near or directed toward the front
- "The forward section of the aircraft"
- "A forward plunge down the stairs"
- "Forward motion"
- synonym:
- forward
1. Προς ή κοντά ή προς το μέτωπο
- "Το προς τα εμπρός τμήμα του αεροσκάφους"
- "Μια προς τα εμπρός βουτιά κάτω από τις σκάλες"
- "Προς τα εμπρός κίνηση"
- συνώνυμο:
- προχωρώ
2. Used of temperament or behavior
- Lacking restraint or modesty
- "A forward child badly in need of discipline"
- synonym:
- forward
2. Χρησιμοποιείται από ιδιοσυγκρασία ή συμπεριφορά
- Απουσία αυτοσυγκράτησης ή σεμνότητας
- "Ένα μπροστινό παιδί που έχει ανάγκη από πειθαρχία"
- συνώνυμο:
- προχωρώ
3. Of the transmission gear causing forward movement in a motor vehicle
- "In a forward gear"
- synonym:
- forward
3. Του εργαλείου μετάδοσης που προκαλεί την εμπρόσθια κίνηση σε ένα μηχανοκίνητο όχημα
- "Σε ένα εμπρόσθιο εργαλείο"
- συνώνυμο:
- προχωρώ
4. Moving forward
- synonym:
- advancing ,
- forward ,
- forward-moving
4. Προχωρώντας
- συνώνυμο:
- προχωρώντασ ,
- προχωρώ
adverb
1. At or to or toward the front
- "He faced forward"
- "Step forward"
- "She practiced sewing backward as well as frontward on her new sewing machine"
- (`forrad' and `forrard' are dialectal variations)
- synonym:
- forward ,
- forwards ,
- frontward ,
- frontwards ,
- forrad ,
- forrard
1. Προς ή προς ή προς το μέτωπο
- "Αντιμετώπισε μπροστά"
- "Βήμα μπροστά"
- "Ασκούσε το ράψιμο προς τα πίσω και προς τα εμπρός στη νέα ραπτομηχανή της"
- (`φόρραντ' και `ξυπνητήρι' είναι διαλεκτικές παραλλαγές)
- συνώνυμο:
- προχωρώ ,
- προς τα εμπρός ,
- μπροστά ,
- φόραντ ,
- φραντάρ
2. Forward in time or order or degree
- "From that time forth"
- "From the sixth century onward"
- synonym:
- forth ,
- forward ,
- onward
2. Προς τα εμπρός στο χρόνο ή τη διαταγή ή το βαθμό
- "Από εκείνη τη στιγμή και μετά"
- "Από τον έκτο αιώνα και μετά"
- συνώνυμο:
- εμπρός ,
- προχωρώ ,
- προς τα εμπρός
3. Toward the future
- Forward in time
- "I like to look ahead in imagination to what the future may bring"
- "I look forward to seeing you"
- synonym:
- ahead ,
- forward
3. Προς το μέλλον
- Προς τα εμπρός εγκαίρως
- "Μου αρέσει να κοιτάζω μπροστά με φαντασία τι μπορεί να φέρει το μέλλον"
- "Ανυπομονώ να σε δω"
- συνώνυμο:
- μπροστά ,
- προχωρώ
4. In a forward direction
- "Go ahead"
- "The train moved ahead slowly"
- "The boat lurched ahead"
- "Moved onward into the forest"
- "They went slowly forward in the mud"
- synonym:
- ahead ,
- onward ,
- onwards ,
- forward ,
- forwards ,
- forrader
4. Προς τα εμπρός
- "Προχωρήστε"
- "Το τρένο προχώρησε αργά"
- "Το σκάφος παραμονεύει μπροστά"
- "Μεταφέρθηκε προς τα εμπρός στο δάσος"
- "Προχώρησαν αργά στη λάσπη"
- συνώνυμο:
- μπροστά ,
- προς τα εμπρός ,
- εμπρός ,
- προχωρώ ,
- περιφρονών
5. Near or toward the bow of a ship or cockpit of a plane
- "The captain went fore (or forward) to check the instruments"
- synonym:
- fore ,
- forward
5. Κοντά ή προς το τόξο ενός πλοίου ή πιλοτήριο ενός αεροπλάνου
- "Ο καπετάνιος πήγε μπροστά ( για να ελέγξει τα όργανα"
- συνώνυμο:
- προηγούμενο ,
- προχωρώ